στερεοειδής

στερεοειδής
-ές, Α
στερεμνιώδης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στερεοειδῆ — στερεοειδής of solid nature neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στερεοειδής of solid nature masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στερεοειδής of solid nature masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερεοειδές — στερεοειδής of solid nature masc/fem voc sg στερεοειδής of solid nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρενοστερόνη — Στερεοειδής ορμόνη που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων (λέγεται και ανδρογεννητική ορμόνη). Η έκκρισή της κανονίζεται από την αδρενοφλοιοτροφική ορμόνη που παράγεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Έχει μοριακό τύπο C19H24Ο3. Βιολογικά… …   Dictionary of Greek

  • στερεοειδῶν — στερεοειδής of solid nature masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • στερεώδης — ῶδες, Α [στερεός] στερεοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”